- στομάτεσσιν
- στόμαmouthneut dat pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… … Dictionary of Greek
ιοτόκος — ἰοτόκος, ον (Α) αυτός που εκβάλλει δηλητήριο, δηλητηριώδης («ἰοτόκοι τε περὶ στομάτεσσιν ὀδόντες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + τόκος (< τίκτω), πρβλ. τερατο τόκος, χρυσο τόκος] … Dictionary of Greek
νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek